- οἰκόβιος
- οἰκόβιοςliving at homemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικόβιος — οἰκόβιος, ον (Α) φρ. «οἰκόβιος δόξα» δόξα περιορισμένη μέσα στα όρια τού οίκου, χωρίς ευρύτερη αναγνώριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + βίος (πρβλ. υδρόβιος)] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek